γαλεοῦ

γαλεοῦ
γαλεός
dog-fish
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • MUSTELA — I. MUSTELA inter Numina Thebanorum, apud Clementem Alexandr. Protrept p. 19. Θηβαῖοι ῾τετιμήκασἰ τὰς γαλᾶς δὰ τὸν Ηῥακλέους γένεσιν. Galanthis enim Alcumenae parturienti astutiâ suâ opem tulerat, quapropter ab Herculis noverca Iunone in Mustelam… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επινωτιδεύς — ἐπινωτιδεύς, ὁ (Α) είδος γαλέου …   Dictionary of Greek

  • κουρά — I (Kura). Ποταμός (1.530 χλμ.) της νοτιοδυτικής Ασίας, που διαρρέει την Τουρκία, τη Γεωργία και το Αζερμπαϊτζάν. Πηγάζει από τα όρη Κισιριντάγι στη βορειοανατολική Τουρκία, και εκβάλλει στην Κασπία θάλασσα, νότια του Μπακού. Έχει έκταση λεκάνης… …   Dictionary of Greek

  • κούρα — I (Kura). Ποταμός (1.530 χλμ.) της νοτιοδυτικής Ασίας, που διαρρέει την Τουρκία, τη Γεωργία και το Αζερμπαϊτζάν. Πηγάζει από τα όρη Κισιριντάγι στη βορειοανατολική Τουρκία, και εκβάλλει στην Κασπία θάλασσα, νότια του Μπακού. Έχει έκταση λεκάνης… …   Dictionary of Greek

  • μούστελος — ο επιστημονική ονομασία τού γαλέου. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. mustelus < λατ. mustela (πιθ. < λατ. mus «αρουραίος, μυς» + tela, άγνωστης προέλευσης)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”